καλογηρεύω

καλογηρεύω
(Μ καλογηρεύω)
βλ. καλογερεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλογερεύω — και καλογηρεύω (Μ καλογηρεύω) [καλόγερος] 1. είμαι ή γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, φέρω το μοναχικό σχήμα 2. ζω μοναχική ζωή ή μένω ανύπαντρος («ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”